- Ὀλυμπικῶς
- Ὀλυμπικόςof Olympusadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολυμπικός — ὀλυμπικός και ιων. τ. οὐλυμπικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όλυμπο («δέει φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολήν τὴν Οὐλυμπικήν», Ηρόδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ολύμπια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Ολυμπιακός 3. (το αρσ. ως… … Dictionary of Greek